μηνίσκος

μηνίσκος
-ου N 2 0-3-1-0-0=4 Jgs 8,21; JgsB 8,26; Is 3,18
crescent-shaped ornament, pendant
Cf. REEKMANS 1975, 748-759

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηνίσκος — lunar crescent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • μηνίσκοι — μηνίσκος lunar crescent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκοις — μηνίσκος lunar crescent masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκον — μηνίσκος lunar crescent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκου — μηνίσκος lunar crescent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκους — μηνίσκος lunar crescent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκων — μηνίσκος lunar crescent masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνίσκῳ — μηνίσκος lunar crescent masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Meniscus (anatomy) — For other uses, see Meniscus, Lens (optics)#Types of simple lenses, and Meniscus Film Festival. Meniscus (anatomy) Head of right tibia seen from above, showing menisci and attachments of ligaments …   Wikipedia

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”